δωρηματικός

δωρηματικός
δωρηματικός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δωρηματικός — δωρηματικός, ή, όν (Α) γενναιόδωρος …   Dictionary of Greek

  • δωρηματικαῖς — δωρηματικός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρηματικοί — δωρηματικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρηματικούς — δωρηματικός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρηματικῆς — δωρηματικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”